ξεκοιλιάσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ξεκοιλιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξεκοιλιάζω
  2. θα ξεκοιλιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξεκοιλιάζω