ξεναπατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεναπατία < ξεναπάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεναπατία αρσενικό
- η απάτη εις βάρος ξένου ή φιλοξενούμενου
ξεναπατία αρσενικό