ξενερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενερίζω < μεσαιωνική ελληνική ξε- + νερ(ό) + -ίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξενερίζω
- χάνω τον προσανατολισμό μου (για ψάρια)
- ξεπροβάλω από το νερό
- αλλάζω ή πετάω το νερό, στα πλαίσια της μαγειρικής, προκειμένου να ελαττωθεί η ένταση κάποιας γεύσης
- βάζουμε τα κρεμμύδια στο νερό από την προηγούμενη μέρα και τα ξενερίζουμε δύο ή τρεις φορές
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενερίζω | ξενέριζα | θα ξενερίζω | να ξενερίζω | ξενερίζοντας | |
β' ενικ. | ξενερίζεις | ξενέριζες | θα ξενερίζεις | να ξενερίζεις | ξενέριζε | |
γ' ενικ. | ξενερίζει | ξενέριζε | θα ξενερίζει | να ξενερίζει | ||
α' πληθ. | ξενερίζουμε | ξενερίζαμε | θα ξενερίζουμε | να ξενερίζουμε | ||
β' πληθ. | ξενερίζετε | ξενερίζατε | θα ξενερίζετε | να ξενερίζετε | ξενερίζετε | |
γ' πληθ. | ξενερίζουν(ε) | ξενέριζαν ξενερίζαν(ε) |
θα ξενερίζουν(ε) | να ξενερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενέρισα | θα ξενερίσω | να ξενερίσω | ξενερίσει | ||
β' ενικ. | ξενέρισες | θα ξενερίσεις | να ξενερίσεις | ξενέρισε | ||
γ' ενικ. | ξενέρισε | θα ξενερίσει | να ξενερίσει | |||
α' πληθ. | ξενερίσαμε | θα ξενερίσουμε | να ξενερίσουμε | |||
β' πληθ. | ξενερίσατε | θα ξενερίσετε | να ξενερίσετε | ξενερίστε | ||
γ' πληθ. | ξενέρισαν ξενερίσαν(ε) |
θα ξενερίσουν(ε) | να ξενερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενερίσει | είχα ξενερίσει | θα έχω ξενερίσει | να έχω ξενερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενερίσει | είχες ξενερίσει | θα έχεις ξενερίσει | να έχεις ξενερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενερίσει | είχε ξενερίσει | θα έχει ξενερίσει | να έχει ξενερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενερίσει | είχαμε ξενερίσει | θα έχουμε ξενερίσει | να έχουμε ξενερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενερίσει | είχατε ξενερίσει | θα έχετε ξενερίσει | να έχετε ξενερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενερίσει | είχαν ξενερίσει | θα έχουν ξενερίσει | να έχουν ξενερίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενερίζω
|