ξενερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενερίζω < μεσαιωνική ελληνική ξε- + νερ(ό) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξενερίζω

  1. χάνω τον προσανατολισμό μου (για ψάρια)
  2. ξεπροβάλω από το νερό
  3. αλλάζω ή πετάω το νερό, στα πλαίσια της μαγειρικής, προκειμένου να ελαττωθεί η ένταση κάποιας γεύσης
    βάζουμε τα κρεμμύδια στο νερό από την προηγούμενη μέρα και τα ξενερίζουμε δύο ή τρεις φορές

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]