ξημερωθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ξημερωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ξημερώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ξημερώνομαι
- θα ξημερωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ξημερώνομαι