ολογραφικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολογραφικώς < ολογραφικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολογραφικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του ολογραφικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολογραφικώς
|