Μετάβαση στο περιεχόμενο

ολοκληρώσει

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ολοκληρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ολοκληρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολοκληρώνω
  3. θα ολοκληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολοκληρώνω