ολοκληρώσει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ολοκληρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ολοκληρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ολοκληρώνω
- θα ολοκληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ολοκληρώνω