ολοτρόγυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοτρόγυρα < μεσαιωνική ελληνική ὁλοτρίγυρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολοτρόγυρα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ολόγυρα, τριγύρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοτρόγυρα
|