ολόισα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολόισα < ολόισια
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολόισα
- (λαϊκότροπο) εκφορά του επιρρήματος ολόισια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολόισα
→ δείτε τη λέξη ολόισια |