ονειδίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ονειδίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ονειδίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ονειδίζω
- θα ονειδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ονειδίζω