ορθωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ορθωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορθώνομαι
  2. θα ορθωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορθώνομαι