οριστικοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οριστικοποιούμαι, παθητική φωνή του οριστικοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

οριστικοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη οριστικοποιώ