ορμηνέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ορμηνέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
  3. θα ορμηνέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμηνεύω