ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω < από φράση της Καινής Διαθήκης «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν, πρῶτος τὸν λίθον ἐπ’ αὐτῇ βαλέτω» Κατὰ Ἰωάννην, 8, 7

Έκφραση[επεξεργασία]

ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω

  • (λόγιο) προτροπή για να λάβει κάποιος υπ᾿ όψιν τα δικά του λάθη πριν κατηγορήσει ή κρίνει κάποιον άλλο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αναμάρτητοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)