ο γέγονε, γέγονε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ο γέγονε, γέγονε < ο γέγραφε, γέγραφε < Ὃ γέγραφα, γέγραφα (φράση που είπε ο Πιλάτος όταν οι ιερείς των Ιουδαίων του ζήτησαν να αλλάξει την επιγραφή και να προσθέσει το "όπως αυτός ισχυρίζεται", κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ιθ΄ 22)

Έκφραση[επεξεργασία]

ο γέγονε, γέγονε

  1. για να δοθεί τέλος σε μια συζήτηση σχετικά με κάτι που δεν μπορεί ή δεν χρειάζεται πια να αλλάξει, "ό,τι έγινε έγινε"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]