παιδευθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδευθείς < μετοχή παθητικού αορίστου α΄ του παιδεύομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

παιδευθείς, -εῖσα, -έν

  1. που έχει εκπαιδευτεί, μορφωθεί, μαθητεύσει, διδαχτεί
  2. που έχει ανατραφεί
  3. τιμωρηθεί, βασανιστεί (από τους χριστιανικούς χρόνους και μετά)

Κλίση[επεξεργασία]

κατά το ποιηθείς

→ δείτε τη λέξη  ποιηθείς