παιδευθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδευθείς < μετοχή παθητικού αορίστου α΄ του παιδεύομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παιδευθείς, -εῖσα, -έν
- που έχει εκπαιδευτεί, μορφωθεί, μαθητεύσει, διδαχτεί
- που έχει ανατραφεί
- τιμωρηθεί, βασανιστεί (από τους χριστιανικούς χρόνους και μετά)
Κλίση[επεξεργασία]
κατά το ποιηθείς
- → δείτε τη λέξη ποιηθείς