παλινορθώσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παλινορθώσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλινορθώνω
- θα παλινορθώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλινορθώνω