πανικοβάλει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πανικοβάλει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πανικοβάλλω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πανικοβάλλω
- θα πανικοβάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πανικοβάλλω