παντοειδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοειδώς < παντοειδής
Επίρρημα[επεξεργασία]
παντοειδώς
- παντοιοτρόπως, με κάθε τρόπο, με οποιοδήποτε τρόπο
- πρέπει να ενισχυθούν παντοειδώς οι πρωτοβουλίες των νέων καλλιτεχνών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντοειδώς
|