παράπλακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παράπλακτος, -ος, -ον
- δωρικός τύπος του παράπληκτος
- ※ [Χορός:] περίφαντος ἁνὴρ / θανεῖται, παραπλάκτῳ / χερὶ συγκατακτὰς / κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ / βοτῆρας ἱππονώμας
- φανερώθηκε τώρα εκείνος, και θα πέσει νεκρός, αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί αδιάκριτα έσφαξε τις βοσκές και τους φύλακες
- Σοφοκλῆς, Αἴας, 229-233 @greek-language.gr (S.Aj.230) Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης
- ΣτΕ: Κυριολεκτικά: με μανιασμένο χέρι
- ※ [Χορός:] περίφαντος ἁνὴρ / θανεῖται, παραπλάκτῳ / χερὶ συγκατακτὰς / κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ / βοτῆρας ἱππονώμας