παραβάλει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παραβάλει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραβάλλω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβάλλω
  3. θα παραβάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβάλλω