παραμυθιαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραμυθιαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραμυθιάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμυθιάζομαι
  3. θα παραμυθιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμυθιάζομαι