παραξοδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραξοδιάζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του παραξοδεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραξοδιάζω | παραξόδιαζα | θα παραξοδιάζω | να παραξοδιάζω | παραξοδιάζοντας | |
β' ενικ. | παραξοδιάζεις | παραξόδιαζες | θα παραξοδιάζεις | να παραξοδιάζεις | παραξόδιαζε | |
γ' ενικ. | παραξοδιάζει | παραξόδιαζε | θα παραξοδιάζει | να παραξοδιάζει | ||
α' πληθ. | παραξοδιάζουμε | παραξοδιάζαμε | θα παραξοδιάζουμε | να παραξοδιάζουμε | ||
β' πληθ. | παραξοδιάζετε | παραξοδιάζατε | θα παραξοδιάζετε | να παραξοδιάζετε | παραξοδιάζετε | |
γ' πληθ. | παραξοδιάζουν(ε) | παραξόδιαζαν παραξοδιάζαν(ε) |
θα παραξοδιάζουν(ε) | να παραξοδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραξόδιασα | θα παραξοδιάσω | να παραξοδιάσω | παραξοδιάσει | ||
β' ενικ. | παραξόδιασες | θα παραξοδιάσεις | να παραξοδιάσεις | παραξόδιασε | ||
γ' ενικ. | παραξόδιασε | θα παραξοδιάσει | να παραξοδιάσει | |||
α' πληθ. | παραξοδιάσαμε | θα παραξοδιάσουμε | να παραξοδιάσουμε | |||
β' πληθ. | παραξοδιάσατε | θα παραξοδιάσετε | να παραξοδιάσετε | παραξοδιάστε | ||
γ' πληθ. | παραξόδιασαν παραξοδιάσαν(ε) |
θα παραξοδιάσουν(ε) | να παραξοδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραξοδιάσει | είχα παραξοδιάσει | θα έχω παραξοδιάσει | να έχω παραξοδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραξοδιάσει | είχες παραξοδιάσει | θα έχεις παραξοδιάσει | να έχεις παραξοδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραξοδιάσει | είχε παραξοδιάσει | θα έχει παραξοδιάσει | να έχει παραξοδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραξοδιάσει | είχαμε παραξοδιάσει | θα έχουμε παραξοδιάσει | να έχουμε παραξοδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραξοδιάσει | είχατε παραξοδιάσει | θα έχετε παραξοδιάσει | να έχετε παραξοδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραξοδιάσει | είχαν παραξοδιάσει | θα έχουν παραξοδιάσει | να έχουν παραξοδιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραξοδιάζω
|