παραπετάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραπετάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραπετώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραπετώ
  3. θα παραπετάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραπετώ