παραπονεθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παραπονεθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραπονιέμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραπονιέμαι
- θα παραπονεθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραπονιέμαι