παραστήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραστήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρασταίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρασταίνω
  3. θα παραστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρασταίνω