παρατραβάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρατραβάω (άλλη μορφή του παρατραβώ)
- α΄ πρόσωπο ενικού του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρατραβώ
παρατραβάω (άλλη μορφή του παρατραβώ)