πασπαλίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πασπαλίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πασπαλίζω
- θα πασπαλίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πασπαλίζω