πασσαλώσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πασσαλώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πασσαλώνω
  2. θα πασσαλώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πασσαλώνω