πατριαρχεύσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πατριαρχεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πατριαρχεύω
- θα πατριαρχεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πατριαρχεύω