πατριαρχεύσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πατριαρχεύσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πατριαρχεύω
  2. θα πατριαρχεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πατριαρχεύω