πειθαναγκαστείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πειθαναγκαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαναγκάζομαι
- θα πειθαναγκαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαναγκάζομαι