πειθηνίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειθηνίως < πειθήνι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

πειθηνίως

Πηγές[επεξεργασία]