πεινάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πεινάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πεινώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεινώ
- θα πεινάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεινώ