πειρατικῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πειρατικῶς < πειρατικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]πειρατικῶς
Πηγές
[επεξεργασία]- πειρατικῶς, πειρατικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.