πεισματώσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πεισματώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πεισματώνω
  2. θα πεισματώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πεισματώνω