πενθήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πενθήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πενθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πενθώ
- θα πενθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πενθώ