περιβολάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιβολάρη
- περιβολάρης, στη γενική του ενικού
- περιβολάρης, στην αιτιατική του ενικού
- περιβολάρης, στην κλητική του ενικού