περιδρομιάσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περιδρομιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιδρομιάζω
  2. θα περιδρομιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιδρομιάζω