περιεργαστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιεργαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιεργάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιεργάζομαι
- θα περιεργαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιεργάζομαι