περιλάβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιλάβω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαμβάνω
- θα περιλάβω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαμβάνω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιλάβω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαβαίνω
- θα περιλάβω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαβαίνω