περισυμμάζεψε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
  • προστακτική, εμφατικά το συμμάζεψε όταν υπάρχει μεγάλη αταξία ή μη εμφατικά απλώς εναλλακτική λέξη