περισυμμάζεψε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- προστακτική, εμφατικά το συμμάζεψε όταν υπάρχει μεγάλη αταξία ή μη εμφατικά απλώς εναλλακτική λέξη