περσιστί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περσιστί < περσίζω.
Επίρρημα
[επεξεργασία]περσιστί
- στη γλώσσα των Περσών, στα περσικά.
- Το "Μολών λαβέ" που είπε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, πώς μεταφράζεται περσιστί;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περσιστί
|