περσιστί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περσιστί < περσίζω.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

περσιστί

  • στη γλώσσα των Περσών, στα περσικά.
Το "Μολών λαβέ" που είπε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, πώς μεταφράζεται περσιστί;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]