πιδακίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιδακίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιδακίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιδακίζω
  3. θα πιδακίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιδακίζω