πιδακίσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πιδακίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιδακίζω
  2. θα πιδακίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιδακίζω