πλατειάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πλατειάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλατειάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλατειάζω
  3. θα πλατειάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλατειάζω