πλεονεκτήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πλεονεκτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλεονεκτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλεονεκτώ
  3. θα πλεονεκτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλεονεκτώ