πνιγεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πνιγεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πνίγομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πνίγομαι
  3. θα πνιγεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πνίγομαι