ποδηγετήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ποδηγετήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδηγετώ
- θα ποδηγετήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδηγετώ