πολλαπλασιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πολλαπλασιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολλαπλασιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολλαπλασιάζω
- θα πολλαπλασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολλαπλασιάζω