πολτοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πολτοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολτοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολτοποιώ
  3. θα πολτοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολτοποιώ